- μόνιππο
- τοαμάξι που το σέρνει ένα μόνο άλογο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καμπριολέ — το 1. ελαφρά δίτροχη ανοιχτή άμαξα που σύρεται από ένα μόνο άλογο, μόνιππο 2. τύπος ανοιχτού επιβατικού αυτοκινήτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. cabriolet] … Dictionary of Greek
μόνιππος — η, ο (ΑΜ μόνιππος ον) νεοελλ. 1. (για όχημα) αυτός που σύρεται από ένα μόνο άλογο 2. το ουδ. ως ουσ. το μόνιππο άμαξα που σύρεται από ένα μόνο άλογο αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. ό μόνιππος άλογο ελεύθερο το οποίο τρέχει χωρίς άρμα σε ιπποδρομία 2.… … Dictionary of Greek
τίλμπερι — ή τύλμπωρυ, το, Ν άκλ. είδος παλαιάς επιβατικής άμαξας, δίτροχο μόνιππο χωρίς κάλυμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. tilbury από το όν. τού Άγγλου κατασκευαστή αμαξωτών οχημάτων Tilbury] … Dictionary of Greek
άμαξα και άρμα — Δύο πανάρχαια μέσα συγκοινωνίας, γνωστά με διάφορες παραλλαγές σχεδόν σε όλους τους λαούς. Η ά. γεννήθηκε από την προσαρμογή στο έλκηθρο (που ήταν γνωστό από το 7000 π.Χ.) του τροχού, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ως βιοτεχνικό και… … Dictionary of Greek